αποκομμα

αποκομμα
    ἀπόκομμα
    ἀπό-κομμα
    -ατος τό обломок, кусок Theocr., Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αποκομμα" в других словарях:

  • ἀπόκομμα — splinter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόκομμα — το (AM ἀπόκομμα) [αποκόπτω] αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι νεοελλ. 1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου 2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • απόκομμα — το, ατος κομμάτι από κάποιο πράγμα: Μου κράτησε μερικά αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά που με ενδιέφεραν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπόκομμ' — ἀπόκομμα , ἀπόκομμα splinter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκόμματα — ἀπόκομμα splinter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκόμματι — ἀπόκομμα splinter neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουπόνι — το 1. απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή χρεωγράφου, μερισματαπόδειξη, τοκομερίδιο 2. απόκομμα στο οποίο αναγράφεται το ποσό που προσφέρει κανείς σε έναν έρανο ή το ποσό τής οικονομικής ενισχύσεως που δίνει 3. απόδειξη συμμετοχής σε περιοδική διανομή …   Dictionary of Greek

  • κουπόνι — το (λ. γαλλ.) 1. το απόκομμα ομολογίας, μετοχής ή άλλου τίτλου, τοκομερίδιο. 2. απόκομμα του οποίου ο κάτοχος έχει δικαίωμα σε δώρο, έκπτωση, προσφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκοψίδι — το (για ύφασμα) απόκομμα, μικρό κομμάτι που απομένει μετά το κόψιμο …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • κλεψύδριον — κλεψύδριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού κλεψύδρα) μικρή κλεψύδρα μσν. μικρό κομμάτι, απόκομμα, περικοπή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»